- παραγόμενος
- παράγωlead bypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος … Dictionary of Greek
ακάνθωμα — το Ιατρ. καλοήθης ή κακοήθης όγκος, παραγόμενος από τα πολυεδρικά (ακανθωτά) κύτταρα τής βλαστικής στιβάδας τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < acanthoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + κατάλ. ωμα*] … Dictionary of Greek
αντωνυμικός — ή, ό (Α ἀντωνυμικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αντωνυμία νεοελλ. ο παραγόμενος από αντωνυμία … Dictionary of Greek
εξώθερμος — ή εξωθερμικός, ή, ό 1. αυτός που κατά την παραγωγή του εκλύει θερμότητα («εξωθερμική αντίδραση») 2. ο παραγόμενος από εξωθερμική αντίδραση … Dictionary of Greek
μανδραγόρινος — μανδραγόρινος, ίνη, ον (Μ) [μανδραγόρας] παρασκευασμένος ή παραγόμενος από το φυτό μανδραγόρας («μανδραγορίνου ἐλαίου», Θεοφ. Νόνν.) … Dictionary of Greek
πίτυλος — ον, Α μανιώδης, παράφορος, παράφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.]. ο, ΝΑ νεοελλ. ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα… … Dictionary of Greek
πυρομαγνητισμός — ο, Ν φυσ. ηλεκτρισμός παραγόμενος στα πυροηλεκτρικά φαινόμενα … Dictionary of Greek